κλαρινετίστας

κλαρινετίστας
ο
αυτός που παίζει κλαρινέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. clarinett-ista].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γκούντμαν, Μπένι — (Benjamin «Benny» Goodman, Σικάγο 1909 – 1986). Αμερικανός κλαρινετίστας και διευθυντής ορχήστρας. Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ιστορίας της τζαζ, ο Γ. ήταν ο πρώτος που εισήγαγε το 1938 την τζαζ στο Κάρνεγκι Χολ, ξεπερνώντας ένα …   Dictionary of Greek

  • Κολτρέιν, Τζον — (John William Coltrane, Άμλετ, Βόρεια Καρολίνα 1926 – Νέα Υόρκη 1967). Αφροαμερικανός μουσικοσυνθέτης και σαξοφωνίστας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς στην ιστορία της τζαζ του 20ού αι., μαζί με τους Λούις Άρμστρονγκ, Τσάρλι… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρτοκ, Μπέλα — (Bela Bartok, Ναγκισεντμικλός, Τρανσυλβανία 1881 – Νέα Υόρκη 1945). Ούγγρος συνθέτης. Ένας από τους διασημότερους Ούγγρους συνθέτες του 20ού αι. και μεταξύ των κορυφαίων μορφών της νεώτερης μουσικής. Πιανίστας, συνθέτης και έξοχος μελετητής του… …   Dictionary of Greek

  • Μπεσέ, Σίντνεϊ — (Sidney Bechet, Νέα Ορλεάνη 1879 – Παρίσι 1959). Αφροαμερικανός κλαρινετίστας, σαξοφωνίστας, συνθέτης τζαζ μουσικής. Η τεχνοτροπία του στο σοπράνο σαξόφωνο και το κλαρινέτο καθόρισαν τον ήχο των μεγάλων ορχηστρών στις οποίες συμμετείχε και έθεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”